- κατασπάζω
- κατασπάνω 1. дет. ломать, полностью разбивать;2. одет, совсем ломаться, разбиваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατασπάζω — και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, άω) σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω νεοελλ. εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά αρχ. 1. τραβώ κάτω 2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα 3. δρέπω καρπούς από κάποιον 4. πάσχω από σπασμούς 5. λιποθυμώ … Dictionary of Greek
καταθραύω — (Α) θραύω σε κομμάτια, συντρίβω, κατασπάζω … Dictionary of Greek
κατασπώ — (AM κατασπῶ, άω) βλ. κατασπάζω … Dictionary of Greek